- εκζεματικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκζεμα2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από έκζεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκζεματικός — ή, ό 1. που οφείλεται στο έκζεμα: Εκζεματικό εξάνθημα. 2. που πάσχει από έκζεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)